Στοιχεία ελληνικής παραγωγής μελιού
Η Ελλάδα είναι μία κατεξοχήν μελισσοκομική χώρα με παράδοση χιλιάδων
ετών στη μελισσοκομία, που οφείλεται αφενός μεν στις άριστες
περιβαλλοντικές και κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν, αφετέρου δε
στην εξαιρετική και πολυποίκιλη μελισσοκομική χλωρίδα της χώρας.
Ως συγκριτικά πλεονεκτήματα του ελληνικού μελιού, σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό, μεταξύ άλλων, αναφέρονται:
1) ο μεγάλος αριθμός και η πλούσια ποικιλία γυρεόκοκκων που περιέχει,
2) οι άριστες οργανοληπτικές του ιδιότητες που οφείλονται κυρίως στην πλούσια άγρια βλάστηση,
3) οι Έλληνες μελισσοκόμοι δεν χρησιμοποιούν τις μέλισσές τους με σκοπό την επίπονη γονιμοποίηση τεράστιων μονοκαλλιεργειών για βιομηχανική εκτροφή, αλλά μεταφέρουν τις κυψέλες τους από τόπο σε τόπο, ανάλογα με το τι ανθίζει εκεί και πότε.
Η μελισσοκομία είναι διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στις περιοχές της Χαλκιδικής (υπολογίζεται ότι καλύπτει το 1/5 περίπου της ελληνικής παραγωγής), Καβάλας, Θάσου, Φθιώτιδας, Εύβοιας, νησιών του Αιγαίου, Αττικής, Αρκαδίας, Ηρακλείου και Χανίων, όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Με βάση τον Κοινοτικό κατάλογο με τον υφιστάμενο αριθμό μελισσοσμηνών-κυψελών, σε σύνολο 13.985.091 κυψελών που διαθέτουν και τα 27 κράτη-μέλη, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση με 1.502.239 κυψέλες (ποσοστό 10,7% του συνόλου) και παράγει κατά μέσο όρο περίπου 12-14.000 τόνους μέλι ετησίως.
Οι μεγαλύτερες ποσότητες ελληνικού μελιού προέρχονται από το πεύκο (περίπου 55-60% συνολικής παραγωγής), ενώ σημαντική είναι και η παραγωγή μελιού από θυμάρι (15%) καθώς και μελιού ελάτης (5-10%).
Παράλληλα και σύμφωνα με στοιχεία του ΕΛ.Γ.Ο. «ΔΗΜΗΤΡΑ», η μελισσοκομία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της πρωτογενούς παραγωγής για τη χώρα μας. Στον κλάδο απασχολούνται περί τους 23.000 μελισσοκόμους, ενώ περίπου 5.000 από αυτούς κατέχουν περισσότερες από 150 κυψέλες και θεωρούνται ως επαγγελματίες μελισσοκόμοι.
Γενικότερα, η μελισσοκομία, είτε ως αποκλειστική είτε ως δεύτερη απασχόληση, είναι ένας κλάδος της αγροτικής οικονομίας που συμβάλλει σημαντικά στο εισόδημα των γεωργικών και μη οικογενειών.
Τέλος σημειώνεται ότι υπάρχει και ελληνικό μέλι ΠΟΠ (από το 1996), αυτό της Ελάτης Μαινάλου που χαρακτηρίζεται από τη γεύση, το άρωμα του (θυμίζει καραμέλα ή βανίλια) και τη μικρή συγκέντρωσή του σε σάκχαρα.
Ως συγκριτικά πλεονεκτήματα του ελληνικού μελιού, σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό, μεταξύ άλλων, αναφέρονται:
1) ο μεγάλος αριθμός και η πλούσια ποικιλία γυρεόκοκκων που περιέχει,
2) οι άριστες οργανοληπτικές του ιδιότητες που οφείλονται κυρίως στην πλούσια άγρια βλάστηση,
3) οι Έλληνες μελισσοκόμοι δεν χρησιμοποιούν τις μέλισσές τους με σκοπό την επίπονη γονιμοποίηση τεράστιων μονοκαλλιεργειών για βιομηχανική εκτροφή, αλλά μεταφέρουν τις κυψέλες τους από τόπο σε τόπο, ανάλογα με το τι ανθίζει εκεί και πότε.
Η μελισσοκομία είναι διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στις περιοχές της Χαλκιδικής (υπολογίζεται ότι καλύπτει το 1/5 περίπου της ελληνικής παραγωγής), Καβάλας, Θάσου, Φθιώτιδας, Εύβοιας, νησιών του Αιγαίου, Αττικής, Αρκαδίας, Ηρακλείου και Χανίων, όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Με βάση τον Κοινοτικό κατάλογο με τον υφιστάμενο αριθμό μελισσοσμηνών-κυψελών, σε σύνολο 13.985.091 κυψελών που διαθέτουν και τα 27 κράτη-μέλη, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση με 1.502.239 κυψέλες (ποσοστό 10,7% του συνόλου) και παράγει κατά μέσο όρο περίπου 12-14.000 τόνους μέλι ετησίως.
Οι μεγαλύτερες ποσότητες ελληνικού μελιού προέρχονται από το πεύκο (περίπου 55-60% συνολικής παραγωγής), ενώ σημαντική είναι και η παραγωγή μελιού από θυμάρι (15%) καθώς και μελιού ελάτης (5-10%).
Παράλληλα και σύμφωνα με στοιχεία του ΕΛ.Γ.Ο. «ΔΗΜΗΤΡΑ», η μελισσοκομία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της πρωτογενούς παραγωγής για τη χώρα μας. Στον κλάδο απασχολούνται περί τους 23.000 μελισσοκόμους, ενώ περίπου 5.000 από αυτούς κατέχουν περισσότερες από 150 κυψέλες και θεωρούνται ως επαγγελματίες μελισσοκόμοι.
Γενικότερα, η μελισσοκομία, είτε ως αποκλειστική είτε ως δεύτερη απασχόληση, είναι ένας κλάδος της αγροτικής οικονομίας που συμβάλλει σημαντικά στο εισόδημα των γεωργικών και μη οικογενειών.
Τέλος σημειώνεται ότι υπάρχει και ελληνικό μέλι ΠΟΠ (από το 1996), αυτό της Ελάτης Μαινάλου που χαρακτηρίζεται από τη γεύση, το άρωμα του (θυμίζει καραμέλα ή βανίλια) και τη μικρή συγκέντρωσή του σε σάκχαρα.
Πηγή REAL.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια ανωνύμων δεν θα εμφανίζονται στο ιστολόγιο.